σωροβολιάζομαι

σωροβολιάζομαι
-άστηκα, σωριάζομαι, πέφτω κάτω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σωροβολιάζομαι — Ν σωριάζομαι κατάκοπος ή αναίσθητος …   Dictionary of Greek

  • σωροβόλιασμα — το, Ν [σωροβολιάζομαι] το να πέφτει κανείς κάτω κατάκοπος ή αναίσθητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”